- κατοπινάρι
- το [κατοπινός]1. σταφύλι το οποίο ωριμάζει μετά τον πρώτο τρύγο, όψιμο σταφύλι2. κατοπινάρικο*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπινάρικο — το [κατοπινάρι] το παιδί από τα δίδυμα που γεννήθηκε δεύτερο … Dictionary of Greek